Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

Σκόρπια ... 29

Τετάρτη, Ιούλιος 12, 2006

Μία κυρία μας εξομολογείται για τα ναρκωτικά

Πέρυσι τον Νοέμβριο η πεθερά μου έκανε μια εγχείρηση στο πόδι της και έμεινε στο Νοσοκομείο 17 μέρες. Εγώ ήμουν κοντά της και την μέρα όταν έπρεπε, αλλά τις νύχτες τις είχα αναλάβει αποκλειστικά εγώ. Εκεί εκμεταλεύτηκα τον χρόνο και μίλησα με πολλούς αρρώστους. Έμαθα πολλές ιστορίες ζωής. Από κάποιους ζήτησα να μου τις γράψουν, για να τις εκδόσω στο "Στιγμές". Τα μεσάνυχτα που η πεθερά μου κοιμόταν, εγώ καθόμουν έξω στο μπαλκόνι, την έβλεπα από κει και συγχρόνως ετοίμαζα το " Στιγμές", με ένα κερί που μου το έσβηνε ο αέρας. Το υλικό που μάζεψα τότε, αξίζει πολλά. Χαλάλι το κρύο που έφαγα.Αυτή η κυρία αν και ήταν πολύ χτυπημένη από τροχαίο, αν και την κούραζε πολύ το γράψιμο, έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να μου γράψει αυτά τα λόγια. Τα θεωρώ πολύ σημαντικά, γι αυτό και σας τα μεταφέρω.(Απαντούσε εννοείται στην ερώτηση του λευκώματος "Εξαρτήσεις"ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ Εγώ Κατερίνα μου θα σου πω την εμπειρία ή μάλλον το πρόβλημα που είχα και την προσπάθεια που έκανα για να κόψω τα ναρκωτικά....Λοιπόν, στα 14 μου χρόνια από τις παρέες μου άκουγα για το χασίς. Ότι δηλαδή καπνίζουν ένα τσιγάρο και αισθάνονται πολύ ωραία. Ήταν πρόσχαροι, ευδιάθετοι μου έλεγαν πως βρίσκονται σε άλλο κόσμο. Κάποια στιγμή λοιπόν, μου προσέφεραν να καπνίσω. Κι εγώ από περιέργεια το έκανα. Ζαλίστηκα κάπως, αισθάνθηκα όμορφα, απελευθερώθηκα. Μου άρεσε και το συνέχισα γιατί μ΄έκανε, εκτός των άλλων και ξεχνούσα τα προβλήματα μου. Κάποια στιγμή γνωρίζω κάποιον και τον ερωτεύομαι τρελά. Είμαστε μαζί 18 μήνες, αυτός δεν είχε καμία σχέση με ναρκωτικά, όσο καιρό ήμουν μαζί του. Δεν έκανα και εγώ τίποτα και ξαφνικά ενώ τα πηγαίναμε πολύ καλά μπήκαν στη μέση οι γονείς του και μας χώρισαν.Εγώ τρελάθηκα. Ψυχο - πλακώθηκα. Είχα τάσεις αυτοκτονίας. Είχαν σβήσει όλα για μένα. Δεν με ένοιαζε τίποτα. Το έριξα στο ποτό για να τον ξεχάσω, αλλά κανένα αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή βρέθηκε μπροστά μου κάποιος «φίλος» από παλιά που καπνίζαμε μαζί χασίς. Μες την απελπισία μου του είπα τι είχα πάθει και προσφέρθηκε να μου δώσει πάλι να καπνίσω για να ξεχάσω.Το έκανα. Μαστούρωσα αλλά με πήρε από κάτω που λένε. Μ΄έπιασε κατάθλιψη. Έκλαιγα πολύ και έλεγα πως ήθελα να πεθάνω. Ο «φίλος» που με έβλεπε έτσι μου λέει : Έχω να σου δώσω κάτι που θα ξεχάσεις τα πάντα θέλεις; Έτσι όπως ήμουν του είπα: Ναι !Μου έδωσε ηρωίνη. Όχι σε σύριγγα όπως έβλεπα στην τηλεόραση, αλλά μου έδωσε ένα κομμάτι αλουμινόχαρτο και ένα καλαμάκι....(το πως, δεν το αντέγραψα ούτε στο βιβλίο)..... Το έκανα. Όντως ξέχασα τα πάντα. Το επανέλαβα αρκετές φορές εκείνη την νύχτα, χωρίς να ξέρω ότι αυτό ήταν ηρωίνη. Το πέρασα για κάτι σαν το χασίς, ας πούμε ελαφρύ. Την επόμενη με το που συνήλθα από τον λήθαργο που είχα πέσει, ο «φίλος» μου ήταν ακόμα εκεί και έκανε πάλι το ίδιο πράγμα. Του ζήτησα να μου ξαναδώσει. Το έκανε.Με τα πολλά με τα λίγα αυτό συνεχίστηκε για κάμποσες μέρες 3 με 4 περίπου ολομερής. Ο οργανισμός μου το είχε συνηθίσει και το ζητούσε. Σε κάποια φάση ο «φίλος» μου έπρεπε να φύγει. Μου άφησε δύο δόσεις για να κάνω και έφυγε. Αυτά που μου άφησε τα έκανα και μετά την άλλη μέρα που ξύπνησα δεν είχα να πιω τίποτα. Τρελάθηκα. Πονούσα ολόκληρη. Πονούσαν τα κόκαλά μου όλα, η κοιλιά μου ήταν χάλια. Έκανα εμετό, δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου. Είχα συνάχι, τα μάτια μου δακρύζανε. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως θα έβρισκα να πάρω την δόση μου και όχι το άτομο που ήμουν ερωτευμένη.Πήρα που λες τηλέφωνο τον «φίλο» μου και του είπα να έρθει επειγόντως σπίτι για να μου προμηθεύσει την δόση μου. Το έκανε ευχαρίστως. Αυτή η δουλειά γινόταν για μήνες. Είχα μείνει σχεδόν η μισή. Όλη η ζωή μου πήγαινε χαμένη αλλά δεν μπορούσα να το καταλάβω. Η μάνα μου μαράζωνε έτσι όπως με έβλεπε, χωρίς να ξέρει τι μου συμβαίνει. Δεν της έδινα σημασία. Της φερόμουνα άσχημα. Δεν την υπολόγιζα, μέχρι που άρχισε να υποψιάζεται. Με ρώτησε :-Κορίτσι μήπως έχει μπλέξει με τίποτα παλιοπαρέες;-Όχι μαμά, της απαντάω.-Μήπως παίρνεις ναρκωτικά;-Τι λες μαμά; Τρελή είσαι;αλλά το ένστικτο της μάνας μιλούσε μέσα της και άρχισε να ψάχνει τα πράγματα μου κρυφά. Ώσπου κάποια μέρα βρήκε μέσα στο πορτοφόλι μου ένα φακελάκι με σκόνη. Το πήρε.Εγώ μόλις ξύπνησα πήγα κατευθείαν στο πορτοφόλι. Το πήρα χωρίς να δω ότι το σακουλάκι έλειπε και πήγα στην τουαλέτα για να το πιω. Η μητέρα μου τα είχε καταλάβει όλα και περίμενε έξω από την τουαλέτα για να δει τι θα κάνω. Εγώ με το που κατάλαβα ότι το σακουλάκι έλειπε, τα έχασα ! με το που ανοίγω την πόρτα και βλέπω την μάνα μου απέξω να περιμένει και να με κοιτάει με έντονο ύφος κατάλαβα πως το είχε βρει.Έκατσα και της τα είπα όλα. Τότε πήρα χαμπάρι ότι είχα φτάσει στα 18 μου χρόνια και είχα καταστρέψει την ζωή μου. Μπόρεσα για μια φορά να καταλάβω πόσο χαμηλά είχα πέσει. Η μητέρα μου έκλαιγε. Μου έλεγε να πάω σε κάποιο κέντρο αποτοξίνωσης, γιατί δεν άξιζα τέτοια κατάντια. Αηδίασα τον εαυτό μου και για πρώτη φορά στην ζωή μου είπα πως θα έκανα τα πάντα για να αποτοξινωθώ μόνη μου.Ζήτησα από την μητέρα μου να πάω σε κάποιο εξοχικό σπίτι, που είχαμε μακριά από την πόλη και απόμακρο από τους πάντες και τα πάντα. Το μόνο που είχε εκεί ήταν θάλασσα και δέντρα. Ούτε δείγμα από ανθρώπινη μορφή.Πήγα που λες εκεί, κλείστηκα μέσα σ΄ένα δωμάτιο, ξάπλωσα στο κρεβάτι, τυλίχτηκα με επτά κουβέρτες και πάλι κρύωνα. Πονούσαν τα κόκαλα μου, έκλαιγα, ούρλιαζα. Δεν μπορούσα να φάω τίποτα. Έκανα υπομονή, έφαγα το λυσακά μου που λένε για 15 ημέρες. Περάσανε οι πόνοι οι δυνατοί που είχα, μπόρεσα και πάτησα στα πόδια μου.Πέρασαν και άλλοι 2 μήνες για να μπορέσω να το βγάλω από το μυαλό μου, γιατί και αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο και αυτή την τη στιγμή που σου γράφω έχουν περάσει επτάμιση ολόκληρα χρόνια που είμαι καθαρή και πάνω απ΄όλα ικανοποιημένη γιατί βρήκα τη δύναμη και αποτοξινώθηκα μόνη μου, χωρίς να πάω σε κάποιο κέντρο αποτοξίνωσης.Μπορείς να κάνεις τα πάντα αρκεί να το θες πραγματικά. Ψιψίνα 7Υ.Γ. Κατερίνα μου η ερώτησή σου γι΄αυτό το θέμα με άγγιξε πολύ γι΄αυτό και σου έγραψα. Ηλικία 26, οικιακά.( Εγώ θα σχολιάσω στο επόμενο ποστ. Έχω τους λόγους μου).
posted by elpida @ 7/12/2006 02:33:00 πμ 3 comments
3 Comments:
At Τετ Ιουλ 12, 10:32:36 πμ, elgalla said...
Σου έστειλα μήνυμα με το mail μου. Περιμένω!Την καλημέρα μου!:Ο)

At Τετ Ιουλ 12, 10:17:49 μμ, Markos said...
Καλή η πρόθεσή σου, αλλά ξέρεις πόσο επικίνδυνο είναι να παραθέτεις "μαρτυρίες", που πιθανόν να είναι και αστήρικτες;Πάντως λάθος, είναι.Δεν είμαι υποστηρικτής των διαφόρων κέντρων απεξάρτησης, (γιατί περί απεξάρτησης μιλάμε, όχι αποτοξίνωσης και δεν είναι καθόλου το ίδιο), αλλά αν ήταν τόσο εύκολο, να απεξαρτηθεί κάποιος με μια έστω μεγάλη πίεση 15 ημερών, μάλλον δεν θα μιλούσαμε τώρα για το πρόβλημα (που δεν είναι πρόβλημα, αποτέλεσμα προβλημάτων είναι) των ψυχότροπων (και όχι μόνο ναρκωτικών) ουσιών...

At Τετ Ιουλ 12, 11:19:22 μμ, elpida said...
Μάρκο μου, αστήρικτες δεν είναι!Είναι πολλά τα προβλήματα όμως. Δεν είναι μόνο τα ναρκωτικά, σ΄αυτή την περίπτωση. Συμφωνώ ότι μπορεί να είναι και λάθος. Στο βάθος όμως ελπίζω να έρθει κάποια λύση από μακριά...Από που δεν ξέρω.Δεν ξέρω τι γίνεται με τα κέντρα, δεν έχω εμπειρία. Ήρθε κοντά μου ένα πρόβλημα και δε μπορούσα να βοηθήσω. Αυτό με πείραξε.Θα μου πεις: Να ήταν μόνο αυτή η κοπέλα! Όχι βέβαια! Είναι τόσοι πολλοί οι νέοι γύρω μας, εγώ θ΄αλλάξω τον κόσμο;Και δίκιο θα έχεις!

26 Δεκεμβρίου 96 Πέμπτη.
Ίδια μέρα 9 και μισή το βράδυ

Έγιναν τόσα πολλά! Τελειώνοντας το ημερολόγιό μου ξημερώματα, πήγα στον άλλο κόσμο και γύρισα. Ας είσαι καλά Παναγία μου! Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες. Τώρα κάθομαι στο σαλόνι. Βρίσκομαι σε νάρκη βέβαια, αλλά σε πολύ κατάσταση απ’ ότι τη νύχτα και όλη τη σημερινή μέρα.
Όλα ξεκίνησαν όταν πήγα να ξαπλώσω. Κατά τις δύο παρά ή και. Δε θυμάμαι. Ξαφνικά μ’ έπιασε ένα δυνατό κόψιμο στην κοιλιά. Πήγα τουαλέτα….. και κάθε φορά που ετοιμαζόμουν να σηκωθώ, άντε πάλι απ’ την αρχή. Αυτά μαζί με τους δυνατούς πόνους, με διέλυσαν. Πήγα στην κουζίνα, πήρα το οινόπνευμα και έκανα εντριβή στην κοιλιά μου. Κάπου εκεί τηλεφώνησα στον Δημήτρη να τον ενημερώσω για το τι μου συμβαίνει.
Είχε πάει 3 η ώρα. Αμέσως μετά, αφού τα δρομολόγια στην τουαλέτα επιδεινωνόταν, μ’ έπιασε μια έντονη φαγούρα. Άρχισα να ξύνω όλο μου το κορμί, να το σκίζω στην κυριολεξία και τότε είδα πως, όπου ξυνόμουν, κοκκίνιζα, πρηζόμουν και έβγαζα ψιλά εξανθήματα. Είχα γίνει ολόκληρη κατακόκκινη. Μ’ έτρωγε ακόμη και το κεφάλι μου, τα μάτια μου, ως τις πατούσες μου.
Είδα ότι η κατάσταση χειροτέρευε και τηλεφώνησα πάλι στον Δημήτρη, να ειδοποιήσει τον συνέταιρο, να τον αλλάξει, για να έρθει σπίτι να με πάει στο Νοσοκομείο. Μου είπε ότι είναι δύσκολο και να κάνω υπομονή, μέχρι να σχολάσει.
Κλείνοντας το τηλέφωνο, πήγα να πάρω ξύδι, για να ελαττώσω τη φαγούρα. Πηγαίνοντας στην κουζίνα, είδα ότι η Μαίρη η γειτόνισσα, είχε φως. Ευτυχώς που το είδα, γιατί σε λίγο χρειάστηκα τη βοήθειά της.
Εν τω μεταξύ, παρ’ όλο που φοβόμουν γι’ αυτά που μου συμβαίνουν, έκανα το παν, για να μην ξυπνήσουν τα παιδιά.
Πήγα στο κρεβάτι κι αφού τρίφτηκα ολόκληρη με ξύδι, ξάπλωσα και προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου, ότι θα περάσει γρήγορα. Μάταια όμως. Η φαγούρα δυνάμωνε όλο και πιο πολύ και ξανασηκώθηκα αποφασισμένη να ντυθώ, να πάω μόνη μου στο Νοσοκομείο. Είδα πως είχα πρηστεί, σ’ όλο μου το σώμα.
Κάνοντας ένα βήμα να πάρω τα ρούχα μου, ένιωθα να χάνω το φως μου. Έπεσα πάλι στο κρεβάτι και με το ένα χέρι χαστούκιζα το μάγουλό μου, με όση δύναμη είχα και με το άλλο προσπαθούσα να πάρω το νούμερο του Δημήτρη, να του πω ότι ζαλίζομαι.
Το κατάφερα και άκουσα ένα Δημήτρη, να βρίζει τον εαυτό του και μένα που πήρα και τα δυο φάρμακα μαζί.
Με μεγάλη προσπάθεια και προσευχές, πήγα πάλι να σηκωθώ, τουλάχιστον να ντυθώ. Πάλι έχανα το φως μου, πάλι προσπάθειες και μου ήρθε στο μυαλό, σα σανίδα σωτηρίας, να τηλεφωνήσω στη Μαίρη. Της είπα, έλα σε παρακαλώ σπίτι, αφήνω την πόρτα ανοιχτή, λιποθυμάω.
Δε ξέρω με πόσες προσπάθειες έφτασα στο σαλόνι, πόσες φορές έπεσα και σηκώθηκα, πάντως κατάφερα να κρατήσω τη ρόμπα μπροστά μου και ν’ ανοίξω την πόρτα. Έπεσα στην πολυθρόνα του σαλονιού, χάνοντας τις αισθήσεις μου, αλλά έχοντας την ελπίδα ότι τώρα θα σωζόμουν. Αν και έτρεμα τα Νοσοκομεία, αν και φοβόμουν τις ενέσεις και τις πλύσεις στομάχου, εκείνη τη στιγμή, ήθελα να σωθώ.
Δε ξέρω αν με φύσηξε ο αέρας όταν άνοιξα την πόρτα κι αυτό με βοήθησε, αλλά, ανοίγοντας κάποια στιγμή τα μάτια, είδα τον Έντουαρτ, τον γάτο μας , έτοιμο να βγει απ’ το σπίτι.
Δε ξέρω που βρήκα τη δύναμη, σηκώθηκα και τον πήρα και τον έβγαλα στο μπαλκόνι της κουζίνας. Καλύτερα να κρυώσει σκέφτηκα, παρά να χαθεί κι αυτός.
Μετά, ήρθαν τα παιδιά. Ο Θανάσης περίμενε στο σαλόνι και η Μαίρη ήρθε και με βρήκε στην τουαλέτα.
Από κει και πέρα με βοήθησε η Μαίρη και χαζο - ετοιμάστηκα. Με τις παντόφλες, ξυπόλητη, ένα παντελόνι και μια μπλούζα. Πήρα και 2-3 εσώρουχα, τη ρόμπα, τα φάρμακα που είχα πάρει, και σε τρισάθλια κατάσταση μας πρόλαβε ο Δημήτρης και με πήγε εκείνος στο Νοσοκομείο.
Ο Δημήτρης έτρεχε πολύ, περνούσε κόκκινα
φανάρια κι εγώ με όσο κουράγιο είχα, τον μάλωνα. Μου είπε ότι είχε αναμμένα τα αλάρμ, αλλά ο κόσμος, δεν το καταλάβαινε αυτό. Του είπα να πατάει κόρνα, αλλά εκείνος δεν ήθελε, για να μη ξυπνήσει τον κόσμο.
Στο Νοσοκομείο έφτασα, τρεμάμενη σαν ψάρι. Είχα αποκτήσει και ρίγος μετά. Εκεί παραδόθηκα στα χέρια των γιατρών, άνευ όρων, αν και έλεγα, όχι ένεση και η Νοσοκόμα, μου φώναζε, δε λες να γλιτώσεις, την ένεση φοβάσαι….
Μου έκαναν ένεση, κορτιζόνη προφανώς, μου έβαλαν ορό και κάτι άλλες ενέσεις μέσα σ’ αυτόν. Μετά μέτρησαν την πίεσή μου, δε μου είπαν πόσο είναι, προφανώς πολύ χαμηλή και μετά με έβαλαν σ’ ένα δωματιάκι, κοντά στα ιατρεία, για παρακολούθηση.
Δίπλα μου ήταν και μια γιαγιούλα. Να μην τα πολυλογώ, μου πέρασε η φαγούρα και η ευκοίλια, αλλά τα μάτια μου έκλειναν απ’ την εξάντληση, υπόταση, απ΄ τα φάρμακα, δε ξέρω. Έτσι ένιωθα και όλη μέρα σήμερα στο σπίτι.
Απ’ το Νοσοκομείο φύγαμε 7 η ώρα το πρωί. Ο κ. Παχιός, ο γιατρός που εφημέρευε, είπε ότι έπαθα αλλεργικό σοκ, ότι φτηνά τη γλίτωσα, είπε να προσέχω και να μη ξαναπάρω στη ζωή μου αυτό το φάρμακο. Μου έγραψε κάποια άλλα φάρμακα, να μου τα γράψει ο δικός μου παθολόγος.
Με τον Κώστα τον παθολόγο μου, κατάφερα να επικοινωνήσω απόψε και είπε να πάει ο Δημήτρης αύριο, για να μου τα γράψει και να τα δει και να μου δώσει και άδεια. Μάλιστα φώναζε στον Δημήτρη, γιατί δεν μου τα αγόρασε ακόμα. Αυτό είναι κάτι που νευρίασε και μένα. Όλη μέρα του λέω να μου τα αγοράσει, αλλά εκείνος επιμένει να φάω και σε 24 ώρες θα συνέλθω μόνη μου. Το παίζει γιατρός ή φοβάται ότι κι αυτά τα φάρμακα μπορεί να μου φέρουν τα ίδια προβλήματα; Δε ξέρω.
Τέλος πάντων. Η αγάπη του για μένα εκδηλώνεται πάντα παράξενα. Με νεύρα, φωνές, συμβουλές, όταν εγώ έχω ανάγκη από κάτι άλλο. Δεν πειράζει. Αρκεί που ξέρω ότι μ’ αγαπάει και δεν πειράζει ο τρόπος που το εκδηλώνει.
Δεν έγραψα, ότι πριν φύγω για το Νοσοκομείο, ξύπνησε η Λένα γιατί άκουσε φασαρία στο σαλόνι.
Πήγα με πολύ προσπάθεια στο δωμάτιό της και της είπα ψέματα, ότι θα πήγαινα βόλτα για πατσά με τον μπαμπά, γιατί με είδε ντυμένη. Μου έκανε κάποιες παρατηρήσεις πάνω σ’ αυτό, αλλά μετά με μάλωνε και μου ζήταγε να της πω την αλήθεια. Της είπα τελικά ότι είχα ευκοίλια και θα πήγαινα στο Νοσοκομείο, να μου δώσουν φάρμακα.
Μετά, το κορίτσι μου έκλαιγε, αλλά δε σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Όταν ήρθε ο Δημήτρης να με πάρει, πήγε και της είπε να μην ανησυχεί κι ότι θα της τηλεφωνήσει απ’ το Νοσοκομείο. Πάλι έκλαιγε. Αργότερα της τηλεφώνησε ότι σε μισή ώρα θα γυρίζαμε, για να κοιμηθεί.
Εμείς βέβαια, γυρίσαμε στις 7. Την βρήκαμε να κοιμάται, αλλά ξύπνησε και μας είπε, ότι την πήρε ο ύπνος. Μέχρι τις 5 και 30 ήταν ξυπνητή και μάλιστα ξύπνησε και τον Τάσο, αλλά εκείνος, πάνω στον ύπνο του, δεν κατάλαβε και της έλεγε, «άσε με να κοιμηθώ».
Αυτή είναι η περιπέτεια που νομίζω, δε τελείωσε ακόμα.
Εκείνα που θα θυμάμαι για πάντα είναι το πόσο
εύκολα μπορείς να φτάσεις, στο χάος….. Στα καλά καθούμενα. Κάπως έτσι φαντάζομαι τον θάνατο. Χάνεις αισθήσεις, κλείνεις τα μάτια και τέλος!
Θα θυμάμαι την συμπαράσταση της Μαίρης και του άντρα της, αυτές τις στιγμές. Είναι και οι δυο τους πολύ «άνθρωποι».
Θα θυμάμαι ακόμα το περιστατικό που συνέβη,
όταν ήμουν εκεί. Μετωπικό τρακάρισμα. Νεκροί οι γονείς και το κορίτσι τους, σπασμένα όλα. Τα κόκαλά του, χέρια, πόδια, κεφάλι, σπονδυλική στήλη. Ο Δημήτρης βοήθησε να την βάλουν στο φορείο κι εκείνη που είχε ακόμα τις αισθήσεις της, του είπε, νομίζοντας ότι είναι γιατρός, «κάν’ τε με καλά»! Του Δημήτρη του κόπηκαν τα πόδια.
Μετά την άκουγα που φώναζε και μου τρύπαγε την καρδιά, η φωνή της…. Την ακούω ακόμα….. Βόηθησέ την Παναγία μου!
Θα θυμάμαι πως έτρεχε ο Δημήτρης, περνώντας όλα τα κόκκινα φανάρια, θα θυμάμαι τα νεύρα του συνδυασμένα με αγωνία και θα θυμάμαι πάντα, όχι τους πόνους και το τι πέρασα, αλλά τις προσπάθειες που έκανα πέρα από τις δυνάμεις μου, να ειδοποιήσω για βοήθεια, χωρίς να ενοχλήσω τα παιδιά. Αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα…
Σήμερα τηλεφώνησα για «Χρόνια Πολλά» στους εορταζόμενους, πολύ αργά το βράδυ. Δεν ήμουν καλά, όλη μέρα. Ούτε και τώρα είμαι, με το ζόρι γράφω, αλλά κάθομαι για λίγο στο σαλόνι, γιατί δεν θέλω να στεναχωριούνται τα παιδιά που με βλέπουν στο κρεβάτι.


26 Αυγούστου 97

Πρωί

…….Τέλος πάντων, επειδή βιάζομαι, θα γράψω για χθες.
Κυριακή απόγευμα ήρθε ο Παναής με την Φούλα. Το βράδυ συνειδητοποίησε ο Δημήτρης ότι ο Παναής γεννήθηκε 24/8 κι εγώ 25/8 Συγκινήθηκα πολύ και ένιωσα άσχημα που δεν το ήξερα για να τα γιορτάσουμε μαζί. Έτσι, την Δευτέρα δεν πήγα για δουλειά. Πήγα κι αγόρασα κεράκια και ξέροντας ότι ο Δημήτρης θα έφερνε τούρτα, αν και ρώτησα στο ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς νωρίτερα και δε βρήκα. Δεν το έβαλα όμως κάτω, όταν είδα τον Δημήτρη να έρχεται με άδεια χέρια. Ήλπιζα ότι εκείνος θα πήγαινε και σε άλλο ζαχαροπλαστείο, αφού είχε αυτοκίνητο. Απ’ την άλλη ο Παναής ήθελε να φύγει. Με το ζόρι τον κρατούσα, να του κάνω έκπληξη.
Μια και δυο, έκοψα ένα καρπούζι στη μέση, έβαλα στο μισό τα κεράκια του Πανάγου 48 και στο άλλο το μισό 37, τα δικά μου. Τ’ ανάψαμε, τα σβήσαμε, φιληθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε, ευχηθήκαμε ο ένας στον άλλο και μετά έφυγε με την κόρη του.


3/11/99 ξημ. 12 και 10

Το σκυλάκι μας. Ο ΠΑΟΚ μας, ο Πατρίκ μας, ο Σαμπρί που είπε ο Τάσος, κοιμάται στο πλάι σαν Παναγίτσα. Θεέ μου, τα πλάσματά σου!
Η μαμά του γέννησε στην αυλή μας, πήρε τα άλλα μαζί της και έφυγε. Άφησε μόνο αυτό και ένα νεκρό. Το γερό το πήραμε σπίτι μας να το σώσουμε.
Κοιμάται και βογκάει. Έχει κοψίματα σαν παιδάκι. Πεινάει κάθε δυο ώρες. Ψάχνει το βυζί της μαμάς του και γυρίζει γύρω – γύρω στο κουτί. Μπλέκεται στα χαρτιά, στις πετσέτες στο σκουφί, στο κασκόλ του ΠΑΟΚ που του χάρισε ο Τάσος για να ζεσταθεί.
Τώρα κοιμάται και κάνει κάτι μεταξύ αχ και γαβ…
Αχ σκυλάκι μου ! Θέλω να μείνεις κοντά μου.

3/11/99 Βράδυ.
Τελικά, δεν μπόρεσα να είμαι συνέχεια κοντά σου, ενώ έπρεπε να σε ζεσταίνω συνέχεια για να ζήσεις. Έπρεπε όμως, να πάω και εγώ στον γιατρό. Η Υγεία μου, βλέπεις. Προτεραιότητα, πάντα ο άνθρωπος. Στην προκειμένη περίπτωση εγώ. Συγχώρεσέ με σκυλάκι μου!
Έδωσα προτεραιότητα στη δική μου ζωή, δεν ήξερα όμως ότι η δική σου κινδύνευε τόσο. Το πρωί σε τάισε ο Τάσος. Μετά έφυγα κι εγώ γιατί είχα ραντεβού στο ΙΚΑ. Όταν έφυγα εγώ, σ’ άφησα να κοιμάσαι, σκεπασμένο και ζεστό. Έμπλεξα στο ΙΚΑ. Καθυστέρησα να έρθω.
Ήρθα. Σε είδα κοιμισμένο παράξενα. Έκανα ότι έκανα. Πάλεψα όσο πάλεψα για να σε σώσω. Βοηθήθηκα τηλεφωνικά, όσο γινόταν απ’ τον Νίκο τον κτηνίατρο. Πήγα στη δουλειά μου καθυστερημένη και με ταξί. Πάλεψα. Πάλεψα και σε ζωντάνεψα τρεις φορές. Το ξέρεις. Όμως ο Νίκος το είπε: «Ίσως να μη θέλεις να ζήσεις. Ίσως η μάννα γι’ αυτό σε άφησε, γιατί ήσουν άρρωστο». Είπε και τα’ άλλο ο Νίκος: «Άνοιξε το ένα μάτι, δεν τα’ άρεσε αυτή η ζωή και το ξανάκλεισε».
……Λείπεις απόψε. Έκλαψα πολλές φορές κρυφά. Λύγισα πολλές φορές στο σκληρό αλλά ευαίσθητο και πονεμένο βλέμμα του Τάσου. Τον αγκάλιασα, μ' αγκάλιασε. Τον είδα να δακρύζει και να σκουπίζεται κρυφά.
Λείπεις. Πρώτα για σένα που δεν έζησες, μετά για το παιδί μου που πονάει και μετά για μένα. Και Η Λένα έκλαιγε το μεσημέρι. Και ο μπαμπάς μας στεναχωρέθηκε. Τον πρόδωσαν τα πολλά τηλεφωνήματά του. Σε όλους λείπεις. Ίσως και στον Έντουαρτ που γυρίζει και μυρίζει γύρω – γύρω και κατεβάζει τα’ αυτιά. Του έφυγε ο εγωισμός και η ζήλια που είχε αυτές τις δυο μέρες και τα είχε σηκωμένα.
Θυμάσαι; Είχα πει ότι αν ζήσεις θα σε λέμε «Τυχερούλη». Ήταν γραφτό να μη ζήσεις. Ήταν γραφτό μόνο να σε θυμόμαστε και να μη σ’ έχουμε κοντά μας. Κάποιοι φταίνε γι’ αυτό. Δεν θα δικαστούν όμως, ποτέ. Εκτός από μένα, φταίνε και κάτι σύλλογοι που ενδιαφέρονται για τα’ αδέσποτα, μόνο επιφανειακά.
……Χθες δεν ήξερα πως σήμερα θα λείπεις. Αν ήξερα, δεν θα έφευγες. Θα το πάλευα πιο πολύ και εγκαίρως. Μεγάλα λόγια, κατόπιν εορτής;

Δεν υπάρχουν σχόλια: